ξεσυνέριση

ξεσυνέριση
η [ξεσυνερίζομαι]
1. τάση για άμιλλα, ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων
2. δυσφορία που οφείλεται στο ότι δίνει κανείς προσοχή ή σημασία στα λόγια ή στις ενέργειες κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεσυνέρισμα — και ξεσυνόρισμα, το [ξεσυνερίζομαι] η ξεσυνέριση, το ξεσυνέριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”